δημόσιος λειτουργός

δημόσιος λειτουργός
Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά εκλεγμένοι σε έργα κοινωνικής πολιτικής, παιδείας, στην τοπική αυτοδιοίκηση κλπ. Η συνεργασία είναι είτε υποχρεωτική, όπως του μάρτυρα, του ενόρκου, του στρατιώτη κλπ., είτε εκούσια και πραγματοποιείται με διάφορους τρόπους. Εκτός από την περίπτωση του διορισμού σε δημόσια θέση, υπάρχει και η περίπτωση προσφοράς συνδρομής από ιδιώτες για την κάλυψη κρατικών αναγκών. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται η συναίνεση ή η αποδοχή της προσφοράς από τα αρμόδια όργανα του κράτους, αλλά σε κρίσιμες περιόδους (πόλεμος, ταραχές, επιδημίες, πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμοί κλπ.) μπορεί κανείς και να ενεργήσει χωρίς την άδεια, ως de facto δ.λ. Στα σύγχρονα κράτη η τάση να θεωρείται το άτομο κύτταρο του κράτους και όχι απλά υπήκοος ευνοεί όλο και περισσότερο τις προϋποθέσεις συνεργασίας κράτους και ιδιωτών και τον χαρακτηρισμό των τελευταίων ως δ.λ. στη διάρκεια αυτής της προσφοράς. Η σχέση που δημιουργείται σε τέτοιες συνεργασίες ανάμεσα στα άτομα και στο κράτος είναι ιδιότυπη και διαφέρει σε κάθε περίπτωση. Εάν η συνεργασία είναι υποχρεωτική, η κατάσταση του δ.λ. είναι εξουσιαστική και το περιεχόμενό της καθορίζεται από τον ειδικό κανόνα δικαίου που την επιβάλλει. Στην περίπτωση αυτή έχουμε ομοιότητα με τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση, παρότι το νομικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην κάθε περίπτωση είναι διαφορετικό. Στην περίπτωση της εκούσιας συνεργασίας, μετά από συναίνεση του κρατικού φορέα, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει συμβατική κατάσταση και εξαρτάται από το περιεχόμενό της. Μπορεί να υπάρχει σχέση εξουσιαστική ή κανονιστική ή άλλη ιδιότυπη σχέση, όπως η περίπτωση των αναδόχων δημόσιων έργων. Όταν δεν υπάρχει συναίνεση του κρατικού φορέα, η σχέση υπάγεται αναλογικά στις γενικές διατάξεις του δικαίου κατά περίπτωση, οπότε υπάρχει είτε ένα είδος εξουσιαστικής σχέσης είτε συμβατικής και κρίνεται από τις ειδικές συνθήκες κάθε φορά και την ωφέλεια που παρέχεται στο δημόσιο από τους ιδιώτες. Τις περισσότερες φορές έχει μόνο ηθική και τιμητική αποτίμηση. Ως συνήθεις περιπτώσεις κρατικών λειτουργών πέρα από τα κρατικά αξιώματα και την υπαλληλική σχέση, αναφέρονται οι έκτακτοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ημερομίσθιοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εργάτες, οι τεχνίτες, οι σύμβουλοι κλπ., το ιδιωτικό προσωπικό των κρατικών φορέων, οι ιδιώτες που επιτάσσονται σε έκτακτες ανάγκες και οι de facto δημόσιοι υπάλληλοι. δημόσιο λειτούργημα. Κάθε ενέργεια των δ.λ. στα πλαίσια της δραστηριότητας για την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν αναλάβει ή τους έχουν επιβληθεί. δημόσιος υπάλληλος. Για την εκτέλεση των πολλαπλών καθηκόντων του, το κράτος, ιδίως το σύγχρονο, έχει υιοθετήσει το γραφειοκρατικό σύστημα (γραφειοκρατία). Το προσωπικό που χρησιμοποιεί μπορεί να διατελεί σε σχέση ιδιωτικού δικαίου, όπως το προσωπικό των συνήθων οικονομικών επιχειρήσεων (εργατικό, υπαλληλικό κλπ.) ή να έχει αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα (αντιπροσωπεία, εκλογές)· αυτό συμβαίνει, πράγματι, σε βαθμό που ποικίλλει κατά χώρες, ιστορικές περιόδους ή κλάδους κρατικής δραστηριότητας. Η συνέχεια, όμως, και η μονιμότητα της δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και η ιδιαίτερη φύση της κρατικής εξουσίας, επιβάλλουν τη χρησιμοποίηση, κατά κύριο λόγο, ενός σταθερά απασχολούμενου σε αυτήν προσωπικού, που συγκροτείται σε ειδική ιεραρχία και κατά ξεχωριστή επαγγελματική κατηγορία. Γενικά, γίνεται δεκτό ότι ο δημόσιος υπάλληλος δεν βρίσκεται σε σχέση απλής συμβατικής εξάρτησης απέναντι στο κράτος, αλλά ούτε και σε σχέση άμεσης εκπροσώπησης της κρατικής θέλησης. Έτσι, δεν είναι άμεσο όργανο άσκησης της κρατικής εξουσίας, όπως οι βουλευτές, οι υπουργοί κλπ., αλλά έμμεσο, που εντάσσεται οργανικά στους κόλπους της δημόσιας διοίκησης. Αυτό σημαίνει ότι ο δημόσιος υπάλληλος υπάγεται σε ιδιότυπο νομικό καθεστώς και, ενώ αποκτά ειδικά δικαιώματα και εξουσίες εξαιτίας της θέσης του, υπόκειται σε ιδιαίτερη νομική και ηθική πειθαρχία και σε αυστηρά επαγγελματικά και κοινωνικά καθήκοντα.Έτσι, το ελληνικό Σύνταγμα τονίζει ότι ο δημόσιος υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του κράτους, οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και υπηρετεί τον λαό. Από την άλλη πλευρά έχει θεσπιστεί από πολύ παλιά η συνταγματική μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Οι αρχές αυτές αποτελούν το βάθρο για τη διάπλαση του ειδικού νομικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρα 103-104). Για τον χαρακτηρισμό του οργάνου της δημόσιας διοίκησης ως δημοσίου υπαλλήλου είναι απαραίτητο να ανήκει σε μία υπηρεσία (κεντρική, περιφερειακή ή αποκεντρωμένη) η οποία να διοικείται άμεσα από το κράτος· όταν πρόκειται για υπηρεσίες που αποτελούν αυτοτελή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, το προσωπικό που υπηρετεί σε αυτές δεν έχει τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, αν και παρουσιάζει αρκετές αναλογίες με τους δημοσίους υπαλλήλους και υπάγεται αρχικά στον Υπαλληλικό Κώδικα αλλά με κάποιες διαφορές. Ο μεγαλύτερος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων μισθοδοτείται, υπάρχουν όμως και άμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι (όπως π.χ. οι δικηγόροι). Οπωσδήποτε, ο Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων –ο οποίος άλλωστε αφορά μόνο τους πολιτικούς, διοικητικούς δημοσίους υπαλλήλους, με εξαίρεση των στρατιωτικών, των δικαστικών και ορισμένων άλλων ειδικών κατηγοριών– εφαρμόζεται στους έμμισθους δημοσίους υπαλλήλους αυτής της κατηγορίας. Το νεότερο διοικητικό δίκαιο έχει καθορίσει με τρόπο συστηματικό και λεπτομερέστατο τις προϋποθέσεις και τα προσόντα διορισμού, τη διαδικασία διορισμού, την υπηρεσιακή κατάσταση του δημοσίου υπαλλήλου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διαίρεση του δημοσιοϋπαλληλικού προσωπικού σε κατηγορίες, στους βαθμούς, στην τοποθέτηση, στη μετάθεση και στην προαγωγή, καθώς και στις καταστάσεις διαθεσιμότητας και αργίας. Έτσι, σχετικά με τις προϋποθέσεις διορισμού ορίζεται πως ως δημόσιοι υπάλληλοι διορίζονται μόνο Έλληνες και Ελληνίδες πολίτες· παράλληλα προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις που αφορούν κυρίως πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά τις προσλήψεις υπαλλήλων στο δημόσιο, αυτές γίνονται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή, σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια. Επίσης έχουν διευκρινιστεί –με τη συμβολή και της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας– τα καθήκοντα, οι περιορισμοί και τα δικαιώματα του δημοσίου υπαλλήλου. Στα καθήκοντα αυτά υπάγονται η υπακοή στις διαταγές των προϊσταμένων, η εχεμύθεια, η εκτέλεση της υπηρεσίας, η αξιοπρεπής διαβίωση, η καλή συμπεριφορά προς τους πολίτες κλπ. Ιδιαίτεροι περιορισμοί των δημοσίων υπαλλήλων είναι η απαγόρευση της εκλογής τους στα αξιώματα του βουλευτή ή του δημοτικού ή κοινοτικού άρχοντα, η πολυθεσία κλπ. Μεταξύ των ιδιαίτερων δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων περιλαμβάνονται η μονιμότητα, το δικαίωμα μισθού (για τους έμμισθους), το δικαίωμα άδειας, προαγωγής, σύνταξης κλπ. Το σύγχρονο διοικητικό δίκαιο έχει διαμορφώσει επίσης ιδιαίτερο σύστημα πειθαρχικής δικαιοδοσίας για τους δημοσίους υπαλλήλους. Χαρακτηριστικό αυτού του συστήματος είναι η ύπαρξη ειδικών πειθαρχικών δικαιοδοσιών (πειθαρχικών συμβουλίων, Συμβουλίου της Επικρατείας), με την παρέμβαση των οποίων επιδιώκεται η αποτροπή ή η καταστολή πράξεων αυθαιρεσίας σε βάρος του υπαλλήλου. Γενικότερα, ο δημόσιος υπάλληλος βρίσκεται σήμερα πλαισιωμένος, σε ό,τι αφορά γενικά τον διορισμό του και την υπηρεσιακή του κατάσταση, από υπηρεσιακά συμβούλια, με επικεφαλής, για τους υπαγόμενους στον Υπαλληλικό Κώδικα διορισμένους δημοσίους υπαλλήλους, το Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ). Η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα παύει ύστερα από έκπτωση (εξαιτίας καταδικαστικής απόφασης, όταν αυτό προβλέπεται από τον νόμο), παραίτηση (η οποία δεν ισχύει αυτοδικαίως αλλά πρέπει να γίνει αποδεκτή) ή απόλυση (εξαιτίας πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσης, σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, υπηρεσιακής ανεπάρκειας, κατάργησης θέσης ή υπηρεσίας, συνταξιοδότησης). Και στις περιπτώσεις αυτές, ο νόμος έχει προνοήσει για την αποφυγή αδικιών σε βάρος του υπαλλήλου (παρέμβαση κατά περίπτωση κλπ.). ποινικό δίκαιο. Από την άποψη του ποινικού δικαίου ο όρος δημόσιος υπάλληλος λαμβάνεται με την ευρεία έννοια. Κατά τον Π.Κ., υπάλληλος είναι ο οποιοσδήποτε στον οποίο, έστω και προσωρινά, έχει ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου αποτελεί προϋπόθεση αλλά και στοιχείο για την υπόσταση ορισμένων αξιόποινων αδικημάτων, τα οποία είτε στρέφονται εναντίον του δημοσίου υπαλλήλου είτε διαπράττονται από αυτόν. Στην πρώτη περίπτωση υπάγονται η αντίσταση και η απείθεια· στη δεύτερη υπάγονται η απιστία σχετική με την υπηρεσία, η υπεξαίρεση στην υπηρεσία, η απεργία, η παράβαση καθήκοντος, η δωροδοκία, η κατάχρηση εξουσίας, η παραβίαση του οικιακού ασύλου, διάφορες παραβάσεις ταχυδρομικών και τηλεφωνικών υπαλλήλων κλπ. H ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου αποτελεί, επίσης, επιβαρυντικό στοιχείο κατά την επιμέτρηση της ποινής, αν διαπράχτηκε από αυτόν πλημμέλημα ή κακούργημα κατά την άσκηση της υπηρεσίας ή χάρη στην ιδιότητά του ως δημοσίου υπαλλήλου. Σε αυτή την περίπτωση η ποινή μπορεί να αυξηθεί κατά το μισό, αλλά χωρίς να υπερβεί το αντίστοιχο ανώτατο όριο του είδους της ποινής. Τέλος, παρέχεται η ευχέρεια στο δικαστήριο να απαγγείλει πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στην περίπτωση που έχει διαπραχθεί ένα από τα παραπάνω αδικήματα. Τυπικοί δημόσιοι υπάλληλοι του παρελθόντος (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δημόσιος υπάλληλος — Βλ. λ. δημόσιος λειτουργός …   Dictionary of Greek

  • λειτουργός — ο, η (AM λειτουργός, ὁ) 1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός») 2. ιερουργός, κληρικός νεοελλ. φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή… …   Dictionary of Greek

  • λειτουργός — ο 1. αυτός που επιτελεί λειτούργημα, δημόσιος υπάλληλος. 2. (εκκλησ.), ο ιερωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… …   Dictionary of Greek

  • λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • διατάκτης — ο (AM διατάκτης) αυτός που διατάζει, εντολοδότης νεοελλ. δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο αρχ. αυτός που επιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • εμπέλωρος — ἐμπέλωρος, ο (Α) δημόσιος λειτουργός τής αρχαίας Σπάρτης με αγορανομικά καθήκοντα …   Dictionary of Greek

  • επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …   Dictionary of Greek

  • επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”